- σχολερόν
- σχολερόςidlemasc acc sgσχολερόςidleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχολερός — ά, όν, Α 1. οκνηρός 2. φρ. «σχολερόν ἐστι» είναι σπατάλη χρόνου, χαμένη ώρα (Σευήρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία, αργία» + ερός (πρβλ. πνιγ ερός)] … Dictionary of Greek